ανασκούμπουρδα
Смотреть что такое "ανασκούμπουρδα" в других словарях:
ανασκούμπουρδα — επίρρ. τροπ., σταυροπόδι, ανακούκουρδα: Κάθισαν ανασκούμπουρδα κι έφαγαν κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)